- κρείττωσις
- κρείττωσιςto be diseasedfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρείττωσις — κρείττωσις, ἡ (Α) [κρειττούμαι] νόσος τής αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω τής οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον… … Dictionary of Greek